επίθετο “Scandinavian”
βασική μορφή Scandinavian, μη βαθμ.
- σκανδιναβικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She loves Scandinavian culture and traditions.
- σκανδιναβικός (γλώσσες)
He is studying Scandinavian languages at the university.
ουσιαστικό “Scandinavian”
ενικός Scandinavian, πληθυντικός Scandinavians
- Σκανδιναβός
Many Scandinavians speak excellent English.
- (στο σκάκι) ένα άνοιγμα στο σκάκι που ονομάζεται Σκανδιναβική Άμυνα
He surprised his opponent by playing the Scandinavian.