·

Scandinavian (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “Scandinavian”

βασική μορφή Scandinavian, μη βαθμ.
  1. σκανδιναβικός
    She loves Scandinavian culture and traditions.
  2. σκανδιναβικός (γλώσσες)
    He is studying Scandinavian languages at the university.

ουσιαστικό “Scandinavian”

ενικός Scandinavian, πληθυντικός Scandinavians
  1. Σκανδιναβός
    Many Scandinavians speak excellent English.
  2. (στο σκάκι) ένα άνοιγμα στο σκάκι που ονομάζεται Σκανδιναβική Άμυνα
    He surprised his opponent by playing the Scandinavian.