·

IPO (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “IPO”

ενικός IPO, πληθυντικός IPOs
  1. Αρχική Δημόσια Προσφορά, η πρώτη πώληση των μετοχών μιας εταιρείας στο κοινό.
    The startup's IPO was highly anticipated by investors.