·

40s (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
40 (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “40s”

40s, μόνο πληθυντικός
  1. δεκαετία του '40
    During the 40s, World War II had a profound impact on global politics and society.
  2. σαράντα με σαράντα εννέα βαθμοί (σε θερμοκρασία)
    The forecast predicts highs in the low 40s for most of the week.
  3. ηλικία σαράντα με σαράντα εννέα ετών
    She started learning to play the guitar in her 40s, proving it's never too late to pick up a new hobby.