·

γ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “γ”

γ, gamma
  1. το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    In the triangle, angle γ is opposite side c.

σύμβολο “γ”

γ
  1. (φυσική) το σύμβολο για τις ακτίνες γάμμα, που είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία υψηλής ενέργειας.
    The lab measured the γ radiation emitted by the substance.
  2. (φυσική) σύμβολο που αντιπροσωπεύει τον παράγοντα Λόρεντς στη θεωρία της σχετικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη διαστολή του χρόνου σε υψηλές ταχύτητες
    The equation E = γmc² includes γ to adjust for relativistic effects.
  3. (μαθηματικά) ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει τη σταθερά Euler–Mascheroni, περίπου 0,5772
    The constant γ appears in advanced calculus involving harmonic series.