επίθετο “untouched”
βασική μορφή untouched, μη βαθμ.
- ανέγγιχτος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
There are few untouched natural places in the world.
- αφήγητος
Despite her hunger, the sandwich on her plate remained untouched.
- ασυγκίνητος
He remained untouched by the criticism around him.
- ανεξεταστος (στο πλαίσιο του να μην έχει συζητηθεί ή αναφερθεί)
At the dinner table, the scandal at the office remained an untouched subject.