·

untouched (EN)
επίθετο

επίθετο “untouched”

βασική μορφή untouched, μη βαθμ.
  1. ανέγγιχτος
    There are few untouched natural places in the world.
  2. αφήγητος
    Despite her hunger, the sandwich on her plate remained untouched.
  3. ασυγκίνητος
    He remained untouched by the criticism around him.
  4. ανεξεταστος (στο πλαίσιο του να μην έχει συζητηθεί ή αναφερθεί)
    At the dinner table, the scandal at the office remained an untouched subject.