·

taste (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “taste”

ενικός taste, πληθυντικός tastes ή μη μετρήσιμο
  1. γεύση
    After eating the sour candy, she had a tangy taste lingering on her tongue.
  2. δοκιμή (σε περίπτωση φαγητού ή ποτού)
    The chef offered us a taste of the new dish he was perfecting.
  3. γούστο
    Her taste in music ranges from classical to modern jazz.
  4. προτίμηση (σε συγκεκριμένο αντικείμενο ή δραστηριότητα)
    Over the years, my grandfather has acquired a taste for old music.

ρήμα “taste”

απαρέμφατο taste; αυτός tastes; αόριστος tasted; μετοχή αορ. tasted; μετοχή ενεστ. tasting
  1. δοκιμάζω
    The cook tasted the soup to check if it needed more seasoning.
  2. έχει γεύση (σε περίπτωση φαγητού ή ποτού)
    This apple pie tastes just like the one my mother used to make.
  3. αναγνωρίζω τη γεύση
    As a professional food critic, he can taste the subtlest hint of cinnamon in the dessert.