ουσιαστικό “taste”
ενικός taste, πληθυντικός tastes ή μη μετρήσιμο
- γεύση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After eating the sour candy, she had a tangy taste lingering on her tongue.
- δοκιμή (σε περίπτωση φαγητού ή ποτού)
The chef offered us a taste of the new dish he was perfecting.
- γούστο
Her taste in music ranges from classical to modern jazz.
- προτίμηση (σε συγκεκριμένο αντικείμενο ή δραστηριότητα)
Over the years, my grandfather has acquired a taste for old music.
ρήμα “taste”
απαρέμφατο taste; αυτός tastes; αόριστος tasted; μετοχή αορ. tasted; μετοχή ενεστ. tasting
- δοκιμάζω
The cook tasted the soup to check if it needed more seasoning.
- έχει γεύση (σε περίπτωση φαγητού ή ποτού)
This apple pie tastes just like the one my mother used to make.
- αναγνωρίζω τη γεύση
As a professional food critic, he can taste the subtlest hint of cinnamon in the dessert.