επίθετο “step-by-step”
βασική μορφή step-by-step, μη βαθμ.
- βήμα προς βήμα (που προχωρά σταδιακά)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She followed a step-by-step plan to complete her project.
επίρρημα “step-by-step”
- βήμα προς βήμα (σταδιακά)
He explained the procedure step-by-step so we could all understand.
ουσιαστικό “step-by-step”
ενικός step-by-step, πληθυντικός step-by-steps
- οδηγός βήμα προς βήμα (που εξηγεί μια διαδικασία)
She bought a step-by-step to learn how to bake bread.