ουσιαστικό “sage”
ενικός sage, πληθυντικός sages
- σοφός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The village elders often sought the counsel of the local sage before making important decisions.
- φασκόμηλο
She added fresh sage to the stuffing to give the dish an aromatic flavor.
επίθετο “sage”
βασική μορφή sage (more/most)
- σοφός (με σύνεση και καλή κρίση)
His sage observations about life often made us pause and reflect on our own choices.