επίθετο “rental”
βασική μορφή rental, μη βαθμ.
- ενοικιαστικός (που σχετίζεται με την πληρωμή ενοικίου)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Rental prices in this area have doubled.
- ενοικιαστικός (που σχετίζεται με την πράξη ή τη διαδικασία της ενοικίασης)
We offer a variety of rental options for our customers.
ουσιαστικό “rental”
ενικός rental, πληθυντικός rentals ή μη μετρήσιμο
- ενοικίαση (κάτι που ενοικιάζεται)
After our vacation, we returned the rental to the car company.
- ενοικίαση (η πράξη της ενοικίασης)
The rental of the hall cost more than we expected.
- ενοίκιο
She forgot to pay the rental this month.
- εταιρεία ενοικίασης
I went to the equipment rental to get a lawn mower.
- (στον αθλητισμό) παίκτης που ανταλλάσσεται σε μια ομάδα για σύντομο χρονικό διάστημα πριν γίνει ελεύθερος παίκτης
The team acquired him as a rental for the remainder of the season.