·

rental (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “rental”

βασική μορφή rental, μη βαθμ.
  1. ενοικιαστικός (που σχετίζεται με την πληρωμή ενοικίου)
    Rental prices in this area have doubled.
  2. ενοικιαστικός (που σχετίζεται με την πράξη ή τη διαδικασία της ενοικίασης)
    We offer a variety of rental options for our customers.

ουσιαστικό “rental”

ενικός rental, πληθυντικός rentals ή μη μετρήσιμο
  1. ενοικίαση (κάτι που ενοικιάζεται)
    After our vacation, we returned the rental to the car company.
  2. ενοικίαση (η πράξη της ενοικίασης)
    The rental of the hall cost more than we expected.
  3. ενοίκιο
    She forgot to pay the rental this month.
  4. εταιρεία ενοικίασης
    I went to the equipment rental to get a lawn mower.
  5. (στον αθλητισμό) παίκτης που ανταλλάσσεται σε μια ομάδα για σύντομο χρονικό διάστημα πριν γίνει ελεύθερος παίκτης
    The team acquired him as a rental for the remainder of the season.