ουσιαστικό “psalm”
ενικός psalm, πληθυντικός psalms
- ψαλμός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every Sunday, the choir sings a beautiful psalm to inspire the congregation.