·

prepayment (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “prepayment”

ενικός prepayment, πληθυντικός prepayments
  1. προπληρωμή
    We require prepayment for all online orders.
  2. (στη λογιστική) μια πληρωμή που γίνεται προκαταβολικά και καταγράφεται ως περιουσιακό στοιχείο μέχρι να παραληφθούν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες.
    The company's balance sheet shows prepayments for insurance and rent.