·

move around (EN)
φραστικό ρήμα

φραστικό ρήμα “move around”

  1. να αλλάζει κανείς συνεχώς τα μέρη όπου ζει ή εργάζεται
    Growing up, we moved around a lot because of my mom's job, never staying in one city for more than two years.
  2. πλοηγούμαι (σε ψηφιακό περιβάλλον)
    Use arrow keys to move around in the document.