ουσιαστικό “equity”
ενικός equity, πληθυντικός equities ή μη μετρήσιμο
- μετοχές
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Many people invest in equities to plan for retirement.
- καθαρή αξία
She used the equity in her house to secure a loan.
- δικαιοσύνη (ως αμεροληψία)
The organization promotes equity and equal rights for all members of society.