·

equity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “equity”

ενικός equity, πληθυντικός equities ή μη μετρήσιμο
  1. μετοχές
    Many people invest in equities to plan for retirement.
  2. καθαρή αξία
    She used the equity in her house to secure a loan.
  3. δικαιοσύνη (ως αμεροληψία)
    The organization promotes equity and equal rights for all members of society.