ουσιαστικό “bungalow”
ενικός bungalow, πληθυντικός bungalows
- μπανγκαλόου (ένα σπίτι που έχει μόνο ένα όροφο, μερικές φορές με δωμάτια στη στέγη)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They decided to move to a bungalow to avoid climbing stairs.