·

bungalow (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “bungalow”

ενικός bungalow, πληθυντικός bungalows
  1. μπανγκαλόου (ένα σπίτι που έχει μόνο ένα όροφο, μερικές φορές με δωμάτια στη στέγη)
    They decided to move to a bungalow to avoid climbing stairs.