·

beige (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “beige”

βασική μορφή beige, μη βαθμ.
  1. μπεζ
    She chose a beige sweater because it matched her neutral-toned wardrobe perfectly.
  2. αδιάφορος (χωρίς ενδιαφέρον)
    Her wardrobe is so beige; it's all plain sweaters and jeans.

ουσιαστικό “beige”

ενικός beige, μη μετρήσιμο
  1. μπεζ (χρώμα)
    The living room walls were painted a soft beige, giving the space a warm and cozy feel.