επίθετο “beige”
βασική μορφή beige, μη βαθμ.
- μπεζ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She chose a beige sweater because it matched her neutral-toned wardrobe perfectly.
- αδιάφορος (χωρίς ενδιαφέρον)
Her wardrobe is so beige; it's all plain sweaters and jeans.
ουσιαστικό “beige”
ενικός beige, μη μετρήσιμο
- μπεζ (χρώμα)
The living room walls were painted a soft beige, giving the space a warm and cozy feel.