ουσιαστικό “ally”
ενικός ally, πληθυντικός allies
- σύμμαχος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
During the war, Canada was a strong ally of the United States.
- σύμμαχος (άτομο που παρέχει υποστήριξη)
During the campaign, Maria became an important ally to the mayor, helping him gain the community's trust.
ρήμα “ally”
απαρέμφατο ally; αυτός allies; αόριστος allied; μετοχή αορ. allied; μετοχή ενεστ. allying
- συμμαχώ
During World War II, the United Kingdom allied with the United States.