·

British (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “British”

βασική μορφή British, μη βαθμ.
  1. βρετανικός
    She loves drinking British tea every morning.

ουσιαστικό “British”

British, μόνο πληθυντικός
  1. Βρετανοί
    The British are known for their love of tea and cricket.