·

cashier's check (EN)
φράση

φράση “cashier's check”

  1. επιταγή ταμείου (μια επιταγή που εκδίδεται από μια τράπεζα και είναι εγγυημένη επειδή εκδίδεται από τα ίδια τα χρήματα της τράπεζας)
    Because the amount was large, the company requested a cashier's check instead of a personal check.